- σεληνιακούς
- σεληνιακόςlunarmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… … Dictionary of Greek
ενδυμίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ήταν ένας βοσκός με σπάνια ομορφιά, τον οποίο ερωτεύτηκε η Σελήνη. Στην Καρία λατρευόταν σε μία σπηλιά του όρους Λάτμου, όπου, ενώ κοιμόταν έναν αιώνιο ύπνο, κατέβαινε κάθε νύχτα η Σελήνη… … Dictionary of Greek
κάλλιππος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Μαθητής του Πλάτωνα (; – περ. 350 π.Χ.). Ήταν γιος του Φίλωνα. Έφυγε από την Αθήνα μεταξύ 360 και 357 π.Χ. και πήγε στις Συρακούσες, όπου προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στον τύραννο Δίωνα. Δυσπιστώντας… … Dictionary of Greek
σεληνιακός — ή, ό / σεληνιακός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σελήνη («σεληνιακό φως») νεοελλ. αρχ. (φρ) «σεληνιακός μήνας [ή μήν]» το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε μία πλήρη περιστροφή τής Σελήνης γύρω από την Γη νεοελλ. φρ. α)… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Μέτων — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος αστρονόμος, γεωμέτρης και μηχανικός. Ήταν ο εισηγητής της περίφημης μεταρρύθμισης του ελληνικού ημερολόγιου (433 π.Χ.) που βασιζόταν σε έναν σεληνοηλιακό κύκλο 19 ετών (εννεακαιδεκαετηρίδα). Ξεκινώντας από τη διαπίστωση… … Dictionary of Greek